- μνησικακία
- η злопамятность
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μνησικακία — μνησικακίᾱ , μνησικακία remembrance of wrongs fem nom/voc/acc dual μνησικακίᾱ , μνησικακία remembrance of wrongs fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μνησικακίᾳ — μνησικακίᾱͅ , μνησικακία remembrance of wrongs fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μνησικακία — η (ΑΜ μνησικακία) [μνησίκακος] η ανάμνηση από κάποιον κακού που υπέστη, η οποία συνήθως συνοδεύεται από συναίσθημα μίσους και από έντονη επιθυμία για εκδίκηση («μνησικακία μνήμη παλαιῶν ἁμαρτημάτων ἐπὶ ἀνταποδόσει ὁμοίᾳ» Ευστ. Ποντ.) … Dictionary of Greek
μνησικακία — η το να κρατάς κακία σε κάποιον, το να μην ξεχνάς το κακό που σου έκαναν και να προσπαθείς να το ανταποδώσεις, η αντεκδίκηση: Σκότωσε το γείτονά του από μνησικακία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μνησικακίας — μνησικακίᾱς , μνησικακία remembrance of wrongs fem acc pl μνησικακίᾱς , μνησικακία remembrance of wrongs fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μνησικακίαι — μνησικακίᾱͅ , μνησικακία remembrance of wrongs fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μνησικακίαν — μνησικακίᾱν , μνησικακία remembrance of wrongs fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μνησικακίαις — μνησικακία remembrance of wrongs fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
гнѣводьржаниѥ — ГНѢВОДЬРЖАНИ|Ѥ (3*), ˫А с. Злопамятство: си же сѹть дѣла сотонина. идоложьртви˫а. братоненавидѣни˫а. клеветы гнѣводьржани˫а. СбТр ХІI/ХІІІ, 25 об.; сломимъ гнѣводержаниѥ, ˫ако и ветви КТур XII сп. XIV, 9; да попретьсѩ гнѣводержание. ПНЧ XIV,… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
αμαρτία — Παραβίαση θρησκευτικού κανόνα, που συνεπάγεται ποινή ή εξιλέωση ιερού χαρακτήρα. Αυτή η αντίληψη για την α. μπορεί να περιλάβει είτε παραβιάσεις απαγορεύσεων και παραλείψεις στην άψογη εφαρμογή των θρησκευτικών τύπων, χωρίς κανενός είδους ηθικό… … Dictionary of Greek
επιζαφελής — ἐπιζαφελής, ές (Α) (ουδ.) ἐπιζαφελές οργίλο, γεμάτο οργή. επίρρ... ἐπιζαφελῶς με οργή και μνησικακία («αἰὲν ἐπιζαφελῶς χαλεπαίνει», Ομ. Ιλ.) … Dictionary of Greek